- φθόριο
- το(χημ.), χημικό στοιχείο, αμέταλλο, αέριο (σύμβολο F, ατομικός αριθμός 9).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο … Dictionary of Greek
φθοριο- — και φθορο Ν χημ. πρόθημα το οποίο δηλώνει την παρουσία φθορίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. φθοροβενζόλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. fluo / fluor(o) / fluori] … Dictionary of Greek
αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… … Dictionary of Greek
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
ρόδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh· ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 45, ατομικό βάρος 102,91, ένα σταθερό ισότοπο, Rh103, και δυο ραδιενεργά, Rh104, που αποτελείται από δυο πυρηνικά ισομερή με… … Dictionary of Greek
τετραφθορομεθάνιο — το, Ν χημ. άχρωμο αέριο το οποίο υγροποιείται εύκολα, σχηματίζεται με απευθείας ένωση άνθρακα με φθόριο και χρησιμοποιείται ως ψυκτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tetrafluoromethane < tetra (< τετρ[α] *) + fluoro (<… … Dictionary of Greek
φθορίαση — η, Ν 1. ιατρ. δηλητηρίαση από φθόριο και από τα παράγωγά του 2. φρ. α) «οξεία φθορίαση» ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τυχαία λήψη μεγάλης ποσότητας φθοριούχων ενώσεων β) «χρόνια φθορίαση» ιατρ. επαγγελματική νόσος, χρόνια δηλητηρίαση που… … Dictionary of Greek
φθοριοανθρακικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοανθρακικό άλας» χημ. άλας που προκύπτει από ένα ανθρακικό άλας με αντικατάσταση τού οξυγόνου από το φθόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluocarbonate < fluor «φθόριο» + carbon «άνθρακας»] … Dictionary of Greek